Οξεία τενοντίτιδα υπερακανθίου
Γενικά
Η Οξεία τενοντίτιδα του υπερακανθίου, η ασβεστοποιός τενοντίτιδα του ώμου, η χρόνια τενοντοπάθεια του υπερακανθίου, δεν αποτελούν διαφορετικές παθήσεις, αλλά διαφορετικά στάδια της ίδιας παθολογικής κατάστασης που περιγράφεται ως σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής.
Το στροφικό πέταλο του ώμου σχηματίζεται από την συνένωση τεσσάρων τενόντων που είναι ο υπερακάνθιος, ο υπακάνθιος, ο ελλάσων στρογγύλος και ο υποπλάτιος που ¨αγκαλιάζουν¨ την κεφαλή του βραχιονίου. Η λειτουργική αποστολή του στροφικού πετάλου είναι η απαγωγή (πλάγια ανύψωση) και η έσω-έξω στροφή του άνω άκρου. Κατά την ανύψωση του άνω άκρου, το στροφικό πέταλο ολισθαίνει κάτω από το ακρώμιο (τμήμα του οστού της ωμοπλάτης) με τη βοήθεια του υπακρωμιακού ορογόνου θυλάκου.
Φυσιολογικά ο χώρος κάτω από το ακρώμιο (υπακρωμιακός) είναι αρκετός ώστε η ολίσθηση του στροφικού πετάλου κατά τις κινήσεις του άνω άκρου να γίνεται ανεμπόδιστα. Σε μερικές όμως περιπτώσεις ο εν λόγω χώρος ¨στενεύει¨ με αποτέλεσμα να δημιουργείται προστριβή του στροφικού πετάλου.
Το σχήμα του ακρωμίου παίζει σημαντικό ρόλο στην παθολογία του συνδρόμου. Στον τύπο Ι (φυσιολογικό) η κάτω επιφάνεια του ακρωμίου είναι επίπεδη και επιτρέπει την ολίσθηση του στροφικού πετάλου κάτω από το ακρώμιο με την ελάχιστη δυνατή προστριβή. Στον τύπο ΙΙ η κάτω επιφάνεια του ακρωμίου είναι κεκλιμένη περιορίζοντας σημαντικά την απόσταση μεταξύ του στροφικού πετάλου και του ακρωμίου, ευνοώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την προστριβή του στροφικού πετάλου πάνω σε αυτό. Στον τύπο ΙΙΙ το ακρώμιο είναι αγκιστρωτό. Στην περίπτωση αυτή ακόμα και μικρή ανύψωση του βραχίονα έχει ως αποτέλεσμα την πρόσκρουση του στροφικού πετάλου στο ακρώμιο.
Εκτός από την παραπάνω ανατομική-κατασκευαστική ιδιαιτερότητα, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη του συνδρόμου υπακρωμιακής προστριβής, όπως οι οστικές προεξοχές ή τα οστεόφυτα στο πρόσθιο χείλος του ακρωμίου και η οστεοαρθριτική πάχυνση της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης (εκφυλιστικοί) και το οίδημα του στροφικού πετάλου ή του υπακρωμιακού θυλάκου σε φλεγμονώδεις παθήσεις ( ουρική και ρευματοειδής αρθρίτιδα) και σε υπερδραστηριότητα του ώμου (λειτουργικοί) .
Κλινική εικόνα – Διάγνωση
Στα αρχικά στάδια της πάθησης εμφανίζεται η οξεία τενοντίτιδα του υπερακανθίου, με ή χωρίς ασβεστοποίηση (ασβεστοποιός τενοντίτιδα).
Η τενοντίτιδα του υπερακανθίου είναι ένα επώδυνο σύνδρομο. Εμφανίζεται με πόνο στην περιοχή του ώμου που μπορεί να αντανακλά μέχρι και τον αγκώνα. Ο ασθενής παρουσιάζει έντονο πόνο κατά την ενεργητική απαγωγή του βραχίονα καθώς ο ώμος κινείται σε ένα τόξο μεταξύ 600 και 1200 (επώδυνο τόξο). Τα συμπτώματα αυτά συνήθως παρατηρούνται μετά από μηχανική επιβάρυνση του άνω άκρου και πολύ συχνά επιδεινώνονται κατά την διάρκεια του ύπνου.
Η διάγνωση βασίζεται στην λεπτομερή κλινική εξέταση και τη λήψη ιστορικού του ασθενούς. Οι απλές ακτινογραφίες, το υπερηχογράφημα και η μαγνητική τομογραφία επιβεβαιώνουν την διάγνωση και απεικονίζουν τυχόν συνυπάρχουσα παθολογία.
Θεραπεία
Η θεραπεία είναι καταρχήν συντηρητική και συνίσταται σε ανάρτηση του άκρου, παγοθεραπεία, αντιφλεγμονώδη αγωγή και πρόγραμμα αποκατάστασης με τροποποίηση των δραστηριοτήτων και φυσικοθεραπεία με ασκήσεις ενδυνάμωσης του στροφικού πετάλου και των σταθεροποιητών της ωμοπλάτης. Σε εμμένουσες περιπτώσεις είναι δυνατό να χρειασθεί ενέσιμη θεραπεία (έγχυση κορτιζόνης).
Ποτέ στην οξεία φάση δε συνιστάται χειρουργική-αρθροσκοπική αντιμετώπιση.
Τα συμπτώματα στην οξεία φάση υποχωρούν μέσα σε λίγες ημέρες ή σε λίγες εβδομάδες.
Μερικές φορές τα συμπτώματα εμμένουν παρά την συντηρητική αγωγή ή παρουσιάζεται υποτροπή μετά από το τέλος κάθε θεραπείας. Σε αυτές τις περιπτώσεις λόγω έντονης και μόνιμης προστριβής το στροφικό πέταλο και ιδιαίτερα ο υπερακάνθιος πέρα από φλεγμονή, εμφανίζει ελάττωση του πάχους του, εκφύλιση και μείωση της ελαστικότητας του, κατάσταση που περιγράφεται ως χρόνια τενοντίτιδα ή τενοντοπάθεια του υπερακανθίου και μπορεί να οδηγήσει και σε ρήξη. Τότε η συνιστώμενη θεραπεία είναι η χειρουργική που αποσκοπεί στην αποσυμπίεση του στροφικού πετάλου του ώμου. Η επέμβαση γίνεται αρθροσκοπικά ή με mini open προσπέλαση και διενεργείται εκτομή του κορακοακρωμιακού συνδέσμου, ακρωμιοπλαστική (εκτομή μερικού πάχους του πρόσθιου τμήματος του ακρωμίου) και εάν είναι απαραίτητο εκτομή κάθε οστικής προπέτειας της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δίνεται περισσότερος λειτουργικός χώρος στο στροφικό πέταλο να ολισθαίνει κάτω από το ακρώμιο χωρίς να προσκρούει σε αυτό κατά τις κινήσεις του ώμου.
Η περίοδος αποκατάστασης είναι ταχύτατη και το καλό αποτέλεσμα μόνιμο.